Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: peigner και peiner

I . peiner [pene] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. peiner (avoir des problèmes) moteur, voiture:

I . peigner [peɲe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. peigner:

II . peigner [peɲe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina