Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: microbe , robin , enrober , dérober και probe

microbe [mikʀɔb] ΟΥΣ αρσ

1. microbe ΒΙΟΛ:

Mikrobe θηλ

2. microbe οικ (avorton):

Wurm αρσ
Zwerg αρσ

probe [pʀɔb] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό

I . dérober [deʀɔbe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. dérober λογοτεχνικό (voler):

II . dérober [deʀɔbe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

3. dérober (se dégager):

4. dérober (s'effondrer):

enrober [ɑ͂ʀɔbe] ΡΉΜΑ μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina