Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: conflit , ronflette , gonflette , conflictuel , gonflable , ronflant , gonflant και gonflage

gonflette [gɔ͂flɛt] ΟΥΣ θηλ μειωτ οικ

gonflage [gɔ͂flaʒ] ΟΥΣ αρσ

gonflant [gɔ͂flɑ͂] ΟΥΣ αρσ

ronflant(e) [ʀɔ͂flɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

1. ronflant μειωτ (emphatique):

2. ronflant (qui ronfle):

gonflable [gɔ͂flabl] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina