Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: renfort , confort , effort , réconfort , inconfort και extrafort

extrafort(e) [ɛkstʀafɔʀ, fɔʀt] ΕΠΊΘ

inconfort [ɛ͂kɔ͂fɔʀ] ΟΥΣ αρσ

2. inconfort (délicat):

Misslichkeit θηλ

réconfort [ʀekɔ͂fɔʀ] ΟΥΣ αρσ

renfort [ʀɑ͂fɔʀ] ΟΥΣ αρσ

1. renfort συχν πλ (personnes):

Verstärkung θηλ

2. renfort (supplément):

3. renfort ΜΌΔΑ:

Flicken αρσ

4. renfort ΑΡΧΙΤ:

Stütze θηλ

5. renfort ΑΥΤΟΚ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina