Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: délimiter , déliter , déconcerter , disserter , déserter , délester , délecter και délégitimer

délecter [delɛkte] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

I . délester [delɛste] ΡΉΜΑ μεταβ

1. délester ΗΛΕΚ:

2. délester ΜΕΤΑΦΟΡΈς:

3. délester ΑΕΡΟ:

4. délester ειρων (voler):

II . délester [delɛste] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

I . déserter [dezɛʀte] ΡΉΜΑ μεταβ

1. déserter (quitter):

II . déserter [dezɛʀte] ΡΉΜΑ αμετάβ ΣΤΡΑΤ

disserter [disɛʀte] ΡΉΜΑ αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina