Μεταφράσεις για affilées στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

I.affilé (affilée) [afile] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

affilé → affiler

Βλέπε και: affiler, langue

1. langue ΑΝΑΤ:

2. langue ΓΛΩΣΣ:

ne pas parler la même langue κυριολ, μτφ

ιδιωτισμοί:

prendre langue avec qn τυπικ
Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski