pushing στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για pushing στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

Βλέπε και: pushful

1. push (move, shove, press):

at a push βρετ οικ
to give sb the push βρετ οικ (fire)
to be pushing 50
that's pushing it a bit! οικ (scheduling)
that's pushing it a bit! (exaggerating)

pushing στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για pushing στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

pushing Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to be pushing up daisies οικ
to be pushing 30
he's [or she's] pushing 40

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski