into [αμερικ ˈɪntu, ˈɪn(t)ə, βρετ ˈɪntʊ, ˈɪntə]ΠΡΌΘinto often appears as the second element of certain verb structures in English (break into, look into, settle into, etc). For translations, see the relevant verb entry (break, look, settle, etc). into is used in the structure verb + sb + into + -ING (to coax sb into doing, to provoke sb into doing, etc). For translations of these structures see the appropriate verb (coax, provoke, etc).
The composition of gunpowder varied throughout the period, and did not settle into the current ratios of saltpetre, sulfur and coal until the 17th century.
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Ευχαριστούμε! Το μήνυμά σας μεταβιβάστηκε στη σύνταξη PONS.
Παρουσιάστηκε κάποιο λάθος. Παρακαλώ ξαναδοκιμάστε.
Ασκήσεις λεξιλογίου
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Μαζέψτε όλες τις λέξεις που θέλετε να μάθετε. Θα τις βρείτε μετά στη "Λίστα λεξιλογίου".
Αν θέλετε να περάσετε λήμματα στον προπονητή λεξιλογίου κάντε κλικ στο "Εισαγωγή".
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.