I.dog [βρετ dɒɡ, αμερικ dɔɡ] ΟΥΣ
3. dog (person) οικ:
II.dogs ΟΥΣ
III.dog <μετ ενεστ dogging; απλ παρελθ, μετ παρακειμ dogged> [βρετ dɒɡ, αμερικ dɔɡ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. dog (follow):
2. dog (plague):
IV.dog [βρετ dɒɡ, αμερικ dɔɡ]
dog → teach
- frimer οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.