I.hitch [αμερικ hɪtʃ, βρετ hɪtʃ] ΟΥΣ
2.1. hitch (jerk):
- tirón αρσ
4. hitch (ride) οικ:
5. hitch (period of service) αμερικ οικ:
II.hitch [αμερικ hɪtʃ, βρετ hɪtʃ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. hitch (attach):
- matrimoniarse οικ, χιουμ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.