I. davanti ΠΡΌΘ
III. davanti ΕΠΊΘ inv
- inginocchiarsi davanti a qn
-
-
- davanti
-
- davanti m
-
- davanti m
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.