στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. pessimista <m.πλ pessimisti, f.pl. pessimiste> [pessiˈmista] ΕΠΊΘ
- essere pessimista su qc
-
II. pessimista <m.πλ pessimisti, f.pl. pessimiste> [pessiˈmista] ΟΥΣ αρσ θηλ
- mostrarsi eccessivamente pessimisti
-
στο λεξικό PONS
I. pessimista <-i αρσ, -e θηλ> [pes·si·ˈmis·ta] ΟΥΣ αρσ θηλ
II. pessimista <-i αρσ, -e θηλ> [pes·si·ˈmis·ta] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- to be pessimistic about sth