I. logorato [loɡoˈrato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
logorato → logorare
II. logorato [loɡoˈrato] ΕΠΊΘ
I. logorare [loɡoˈrare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. logorare:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.