στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. eretto [eˈrɛtto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
eretto → erigere
II. eretto [eˈrɛtto] ΕΠΊΘ
I. erigere [eˈridʒere] ΡΉΜΑ μεταβ
1. erigere (innalzare):
I. erigere [eˈridʒere] ΡΉΜΑ μεταβ
1. erigere (innalzare):
στο λεξικό PONS
I. eretto (-a) [e·ˈrɛt·to] ΡΉΜΑ
eretto μετ παρακειμ di erigere
II. eretto (-a) [e·ˈrɛt·to] ΕΠΊΘ (andatura, capo)
- eretto (-a)
-
I. erigere <erigo, eressi, eretto> [e·ˈri:·dʒe·re] ΡΉΜΑ μεταβ
I. erigere <erigo, eressi, eretto> [e·ˈri:·dʒe·re] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.