στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
elettronico <πλ elettronici, elettroniche> [eletˈtrɔniko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
1. elettronico ΗΛΕΚΤΡΟΝ:
2. elettronico ΦΥΣ:
- elettronico carica, flusso
-
στο λεξικό PONS
elettronico (-a) <-ci, -che> [e·let·ˈtrɔ:·ni·ko] ΕΠΊΘ
1. elettronico ΦΥΣ:
- elettronico (-a)
-
2. elettronico Η/Υ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.