I. impallinato [impalliˈnato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
impallinato → impallinare
II. impallinato [impalliˈnato] ΕΠΊΘ οικ (fanatico)
impallinare [impalliˈnare] ΡΉΜΑ μεταβ
impallinare [impalliˈnare] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.