I. dilatato [dilaˈtato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
dilatato → dilatare
II. dilatato [dilaˈtato] ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ
I. dilatare [dilaˈtare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. dilatare (allargare):
II. dilatarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. dilatarsi (allargarsi):
2. dilatarsi ΦΥΣ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.