στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. deluso [deˈluzo] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
deluso → deludere
II. deluso [deˈluzo] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
I. deluso (-a) [de·ˈlu:·zo] ΡΉΜΑ
deluso μετ παρακειμ di deludere
II. deluso (-a) [de·ˈlu:·zo] ΕΠΊΘ
- deluso (-a)
-
deludere <deludo, delusi, deluso> [de·ˈlu:·de·re] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.