στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. amministrativo [amministraˈtivo] ΕΠΊΘ
1. amministrativo (che concerne l'amministrazione):
2. amministrativo ΟΙΚΟΝ:
II. amministrativo [amministraˈtivo] ΟΥΣ αρσ
- gli amministrativi
-
στο λεξικό PONS
amministrativo (-a) [am·mi·nis·tra·ˈti:·vo] ΕΠΊΘ (personale, direttore, segreteria)
- -i amministrativi
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- -i amministrativi