στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
tributario <πλ tributari, tributarie> [tribuˈtarjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
1. tributario ΓΕΩΓΡ:
- tributario
-
2. tributario ΙΣΤΟΡΊΑ:
- contenzioso amministrativo, tributario
-
-
- tributario
- assessment, also tax assessment
- accertamento αρσ tributario
- tributary stream
- tributario
-
- tributario
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.