Oxford Spanish Dictionary
nación ΟΥΣ θηλ
2. nación (habitantes):
nativo1 (nativa) ΕΠΊΘ
2. nativo ΓΛΩΣΣ:
3. nativo flora/fauna:
patio ΟΥΣ αρσ
1. patio:
2. patio Ισπ:
στο λεξικό PONS
I. nativo (-a) ΕΠΊΘ
I. nativo (-a) [na·ˈti·βo, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.