Oxford Spanish Dictionary
lacrimógeno (lacrimógena) ΕΠΊΘ οικ
gas ΟΥΣ αρσ
1. gas:
2. gas Ισπ οικ (energía):
3. gas <gases mpl > ΦΥΣΙΟΛ:
στο λεξικό PONS
lacrimógeno (-a) ΕΠΊΘ (de lágrimas)
lacrimógeno (-a) [la·kri·ˈmo·xe·no, -a] ΕΠΊΘ
-
- lacrimógeno, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.