I. weepy <weepier, weepiest> [αμερικ ˈwipi, βρετ ˈwiːpi] ΕΠΊΘ οικ
1.1. weepy person:
1.2. weepy film/play:
2. weepy eye:
- weepy
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.