I. weepy [ˈwi:pi] ΕΠΊΘ
1. weepy (of person):
- weepy
-
2. weepy (of film):
- weepy
-
- weepy
-
II. weepy [ˈwi:pi] ΟΥΣ οικ
- weepy
-
- weepy
-
weepy-eyed ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.