Oxford Spanish Dictionary
asfixiante ΕΠΊΘ
1. asfixiante gas/humo:
- asfixiante
- asphyxiating προσδιορ
- asfixiante
- asphyxiant προσδιορ
2. asfixiante οικ calor:
- asfixiante
-
- asfixiante
-
3. asfixiante οικ ambiente/relación:
- asfixiante
-
- asfixiante
-
στο λεξικό PONS
asfixiante ΕΠΊΘ
- asfixiante
-
-
- asfixiante
asfixiante [as·fik·ˈsjan·te] ΕΠΊΘ
- asfixiante
-
-
- asfixiante
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- asesor técnico
- asestar
- aseveración
- aseverar
- asexuado
- asfixiante
- asfixiar
- asfódelo
- ashram
- así
- Asia