Oxford Spanish Dictionary
lachrymose [αμερικ ˈlækrəˌmoʊs, ˈlækrəˌmoʊz, βρετ ˈlakrɪməʊs, ˈlakrɪməʊz] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
1. lachrymose (tearful):
- lachrymose person/complaint/tone
-
2. lachrymose (sentimental):
- lachrymose μειωτ
- lacrimógeno μειωτ
-
- lachrymose λογοτεχνικό
στο λεξικό PONS
lachrymose [ˈlækrɪməʊs, αμερικ -moʊs] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
2. lachrymose (sad):
- lachrymose
- lacrimógeno, -a
lachrymose [ˈlæk·rə·moʊs] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
2. lachrymose (sad):
- lachrymose
- lacrimógeno, -a
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- lace
- lace into
- lacemaker
- lacemaking
- lacerate
- lachrymose
- lack
- lackadaisical
- lackey
- lacking
- lackluster