AnschlussΜΟ ΟΥΣ αρσ
1. Anschluss (Telefonanschluss):
2. Anschluss (Telefonverbindung):
3. Anschluss (Stromanschluss):
-
- branchement αρσ
4. Anschluss (Wasseranschluss, Gasanschluss):
6. Anschluss (Anschlusszug):
7. Anschluss χωρίς πλ (Kontakt):
9. Anschluss χωρίς πλ ΑΘΛ:
Btx-AnschlussΜΟ [beːteːˈʔɪks-] ΟΥΣ αρσ
InternetanschlussΜΟ, Internet-AnschlussΜΟ ΟΥΣ αρσ
ISDN-AnschlussΜΟ [iːʔɛsdeːˈʔɛn-] ΟΥΣ αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.