Schlit·ten <-s, -> [ˈʃlɪtn̩] ΟΥΣ αρσ
1. Schlitten (Rodel):
2. Schlitten αργκ (Auto):
- Schlitten
-
3. Schlitten ΤΕΧΝΟΛ (einer Schreibmaschine):
- Schlitten
-
-
- Schlitten αρσ <-s, ->
-
- Schlitten αρσ <-s, ->
- sledge ιδιαίτ βρετ
- Schlitten αρσ <-s, ->
-
- Schlitten αρσ <-s, ->
-
- Schlitten αρσ <-s, ->
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.