στο λεξικό PONS


I. pflanz·lich ΕΠΊΘ προσδιορ
1. pflanzlich (vegetarisch):
2. pflanzlich (aus Pflanzen gewonnen):
II. pflanz·lich ΕΠΊΡΡ
- sich αιτ pflanzlich ernähren
-


Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- pflanzliche Kleinstlebewesen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.