I. de·zent [deˈtsɛnt] ΕΠΊΘ
II. de·zent [deˈtsɛnt] ΕΠΊΡΡ
1. dezent (unaufdringlich):
- dezent
-
2. dezent (zurückhaltend):
- dezent
-
- stark/dezent geschminkt sein
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.