I. bös·wil·lig ΕΠΊΘ
- malicious prosecution ΝΟΜ
- böswillige Rechtsverfolgung
-
- böswillige Körperverletzung
-
- böswillige Anspielung
-
- böswillige Sachbeschädigung
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.