στο λεξικό PONS
Zu·ver·läs·sig·keit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
1. Zuverlässigkeit (Verlässlichkeit):
- Zuverlässigkeit
-
- Zuverlässigkeit
-
2. Zuverlässigkeit:
- Zuverlässigkeit (Glaubwürdigkeit)
-
- Zuverlässigkeit (Vertrauenswürdigkeit)
-
- Zuverlässigkeit eines Zeugen a.
-
-
- unimpeachability τυπικ
-
- Zuverlässigkeit θηλ <->
-
- Zuverlässigkeit θηλ <->
-
- Zuverlässigkeit θηλ <->
-
- Zuverlässigkeit θηλ <->
-
- Zuverlässigkeit θηλ <->
- solidity of facts, evidence
- Zuverlässigkeit θηλ <->
-
- technische Zuverlässigkeit
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Zuverlässigkeit ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Zuverlässigkeit
-
-
- Zuverlässigkeit θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.