στο λεξικό PONS
Te·le·ar·beit ΟΥΣ θηλ kein πλ
- Telearbeit
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Telearbeit ΟΥΣ θηλ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- Telearbeit (Tätigkeit im Auftrag eines Arbeitgebers, die von zu Hause computergestützt ausgeführt wird)
-
-
- Telearbeit θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Telearbeit ΕΠΙΚΟΙΝ
- Organisation der Telearbeit
-
-
- Organisation der Telearbeit
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.