στο λεξικό PONS
Ri·si·ko·be·tei·li·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ri·si·ko·be·wer·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
ri·si·ko·be·haf·tet ΕΠΊΘ αμετάβλ
Ri·si·ko·be·reit·schaft <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ
Ri·si·ko·be·gren·zung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Wer·be·trä·ger <-s, -> ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Risikobetrachtung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Risikobeitrag ΟΥΣ αρσ ΑΣΦΆΛ
Risikobericht ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
risikobehaftete Anlage phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Risikobereitschaft ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Risikobezugsgröße ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Marktrisikobereich ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
risikobehaftet ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Risikobereinigung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Risikobewusstsein ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Risikobereitschaft ΟΔ ΑΣΦ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.