στο λεξικό PONS
Holz·händ·ler <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ
Hand·wer·ker(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Handwerker(in)
-
Bau·hand·wer·ker(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Bauhandwerker(in)
-
Hand·werks·meis·ter(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΟΙΚΟΝ
I. hand·werk·lich ΕΠΊΘ
II. hand·werk·lich ΕΠΊΡΡ
Holz·han·del <-s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ
Schlos·ser·hand·werk <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
Zim·mer·hand·werk <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ kein πλ
-
- carpentry no πλ, no αόρ άρθ
Mau·rer·hand·werk <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
-
- bricklaying no πλ
Handwerker(in) ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.