στο λεξικό PONS
Hei·zungs·mon·teur(in) <-s, -e; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Ver·bren·nungs·ofen <-s, -öfen> ΟΥΣ αρσ
Hei·zungs·an·la·ge <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Hei·zungs·kel·ler <-s, -> ΟΥΣ αρσ
Hei·zungs·rohr <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
Stand·hei·zung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΑΥΤΟΚ
So·lar·hei·zung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Sitz·hei·zung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΑΥΤΟΚ
Warm·was·ser·hei·zung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Straßenheizung ΥΠΟΔΟΜΉ, ΟΔ ΑΣΦ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
Ölsumpfheizung
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.