στο λεξικό PONS
Be·wusst·seins·spal·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΙΑΤΡ, ΨΥΧ
Ge·steins·schicht <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Was·ser·ab·spal·tung ΟΥΣ θηλ ΧΗΜ
Spal·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
3. Spaltung ΨΥΧ:
Ab·spal·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Abspaltung (Abtrennung):
2. Abspaltung ΧΗΜ:
3. Abspaltung ΟΙΚΟΝ (Ausgründung):
- Abspaltung einer Firma
-
Ei·weiß·auf·spal·tung ΟΥΣ θηλ ΧΗΜ
Be·triebs·auf·spal·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΕΜΠΌΡ
Ge·steins·pro·be <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Spaltung ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Erfolgsspaltung ΟΥΣ θηλ CTRL
Mindesteinschuss ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- gestattet
- Geste
- Gesteck
- gestehen
- Gestehungskosten
- Gesteinsspaltung
- Gestell
- gestellt
- gestelzt
- gestern
- gesteuerter Preis