Dick·kopf <-(e)s, -köpfe> ΟΥΣ αρσ οικ
1. Dickkopf (dickköpfiger Mensch):
2. Dickkopf (Starrsinn):
- Dickkopf
-
- Dickkopf
-
- Dickkopf
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.