I. vous-même <vous-mêmes> [vumɛm] ΑΝΤΩΝ pers, 2. pers. πλ
1. vous-même (toi et toi en personne):
II. vous-même <vous-mêmes> [vumɛm] ΑΝΤΩΝ pers, forme de politesse
1. vous-même (toi de politesse en personne):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.