prière [pʀijɛʀ] ΟΥΣ θηλ
1. prière ΘΡΗΣΚ:
2. prière (demande):
prière θηλ
- prière d’insérer
- Waschzettel αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.