poursuite [puʀsɥit] ΟΥΣ θηλ
1. poursuite:
2. poursuite (recherche):
3. poursuite συνήθ πλ ΝΟΜ:
4. poursuite (continuation):
- poursuite de négociations, d'un travail
- Fortsetzung θηλ
- poursuite de négociations, d'un travail
- Weiterführung θηλ
5. poursuite ΑΘΛ:
- poursuite
-
-
- Teamverfolgung θηλ
course-poursuite ΟΥΣ
- course-poursuite
- Aufholjagd (f)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.