particulier (-ière) [paʀtikylje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- particulier (-ière)
- Privatperson θηλ
-
- Partikulier(in) αρσ (θηλ) [o. Partikulierer(in) αρσ (θηλ)] (= selbstständige(r) Schiffseigentümer(in), Selbstfahrer(in) in der Binnenschifffahrt)
particulier (-ière) [paʀtikylje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ
1. particulier (spécifique):
2. particulier (spécial):
3. particulier (privé):
4. particulier (étrange):
- particulier (-ière)
-
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.