-  
 -  Partikulier(in) αρσ (θηλ) [o. Partikulierer(in) αρσ (θηλ)] (= selbstständige(r) Schiffseigentümer(in), Selbstfahrer(in) in der Binnenschifffahrt)
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.