possession [pɔsesjɔ͂] ΟΥΣ θηλ
1. possession:
2. possession a. ΝΟΜ:
3. possession (connaissance):
-  possession
-  Beherrschen ουδ
4. possession ΘΡΗΣΚ:
-  possession
-  Besessenheit θηλ
II. possession [pɔsesjɔ͂]
-  
-  Pachtbesitz αρσ
-  
-  Depotbesitz αρσ
possession θηλ
-  
-  Ballbesitz αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
