avion [avjɔ͂] ΟΥΣ αρσ
II. avion [avjɔ͂]
-
- Jagdflugzeug ουδ
-
- Kampfflugzeug ουδ
-
- Großflugzeug ουδ
-
- Linienflugzeug ουδ
-
- Linienmaschine θηλ
-
- Düsenmaschine θηλ
-
- Düsenflugzeug ουδ
I. navigant(e) [navigɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ ΑΕΡΟ
-
- Schiffspersonal ουδ
navrant(e) [navʀɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.