fuite [fɥit] ΟΥΣ θηλ
1. fuite:
2. fuite (dérobade):
3. fuite (trou):
4. fuite (perte):
5. fuite (indiscrétion):
6. fuite λογοτεχνικό:
- fuite du temps, des heures
- Verrinnen ουδ
II. fuite [fɥit]
fuite ΟΥΣ
- fuite amoureuse
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.