I. flüchtig [ˈflʏçtɪç] ΕΠΊΘ
2. flüchtig (oberflächlich, kurz):
II. flüchtig [ˈflʏçtɪç] ΕΠΊΡΡ
- flüchtig aufsehen, grüßen, küssen
-
- flüchtig aufsehen, grüßen, küssen
-
- flüchtig erwähnen
-
- flüchtig arbeiten, kennen, lesen
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.