debout [d(ə)bu] ΕΠΊΡΡ
1. debout (en position verticale):
2. debout (levé):
3. debout (↔ malade, fatigué):
4. debout (en bon état):
ιδιωτισμοί:
déblai [deblɛ] ΟΥΣ αρσ
2. déblai πλ:
I. débile [debil] ΕΠΊΘ
1. débile οικ (stupide):
2. débile (atteint de débilité):
3. débile (frêle):
II. débile [debil] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. débile ΙΑΤΡ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.