Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
satisfaisant (satisfaisante) [satisfəzɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. satisfaisant (adéquat):
2. satisfaisant (gratifiant):
στο λεξικό PONS
satisfaisant(e) [satisfəzɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
- la fréquentation de l'exposition est satisfaisante
-
satisfaisant(e) [satisfəzɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
- la fréquentation de l'exposition est satisfaisante
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- la fréquentation de l'exposition est satisfaisante
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- satiété
- satin
- satiné
- satinette
- satire
- satisfaisante
- satisfait
- satisfecit
- satisfécit
- satrape
- saturante