Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
adequate [βρετ ˈadɪkwət, αμερικ ˈædəkwət] ΕΠΊΘ
1. adequate funds, supply, staff, insurance, parking:
- adequate
- suffisant (for pour, to do pour faire)
2. adequate punishment, care, arrangements:
- adequate
-
3. adequate description, explanation, performance:
στο λεξικό PONS
adequate [ˈædɪkwət] ΕΠΊΘ
1. adequate:
- adequate room
-
adequate [ˈæd·ɪ·kwət] ΕΠΊΘ
1. adequate:
- adequate room
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.